- χρησιμοκρατία
- ηχρησιμοθηρία, ωφελιμισμός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χρησιμοκρατία — η, Ν χρησιμοθηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρήσιμος + κρατία (< κράτης < κράτος), πρβλ. φαυλο κρατία, ωφελιμο κρατία] … Dictionary of Greek
χρησιμοκρατικός — ή, ό, Ν [χρησιμοκρατία] ο σχετικός με την χρησιμοκρατία, χρησιμοθηρικός … Dictionary of Greek